μεταγράφομαι

μεταγράφομαι
μεταγράφομαι, μεταγράφ(τ)ηκα, μεταγραμμένος βλ. πίν. 122
——————
Σημειώσεις:
μεταγράφομαι : χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και με την έννοια του μετεγγράφομαι (όπως και το ουσ. μεταγραφή αντί του σωστού μετεγγραφή).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μεταφέρω — και μεταφέρνω (ΑΜ μεταφέρω, Μ και μεταφέρνω) 1. μετακινώ κάτι από έναν τόπο σε άλλο, μετατοπίζω, διακομίζω («μετέφερα τη βιβλιοθήκη σε άλλο δωμάτιο») 2. (για κτήματα ή χρήματα) μεταγράφω από το όνομα τού παλαιού ιδιοκτήτη στο όνομα τού αγοραστή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”