- μεταγράφομαι
- μεταγράφομαι, μεταγράφ(τ)ηκα, μεταγραμμένος βλ. πίν. 122——————Σημειώσεις:μεταγράφομαι : χρησιμοποιείται ορισμένες φορές και με την έννοια του μετεγγράφομαι (όπως και το ουσ. μεταγραφή αντί του σωστού μετεγγραφή).
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.